- δυστυχία
- η1. δυστύχημα: Είχε τη δυστυχία να μείνει παράλυτος.2. μιζέρια, φτώχεια: Έζησε μια ολόκληρη ζωή μέσα στη δυστυχία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δυστυχία — δυστυχίᾱ , δυστυχία ill luck fem nom/voc/acc dual δυστυχίᾱ , δυστυχία ill luck fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχία — και δυστυχιά, η (AM δυστυχία) 1. ατυχία, κακοτυχία («πολλὴν γ ἐμοῡ κατέγνωκας δυστυχίαν», Πλάτ.) 2. η κατάσταση τού δυστυχούς, συμφορά, η δυστυχία τών προσφύγων («εἰ δυστυχίας ἀνδρῶν ὀδυροίμην») νεοελλ. 1. δυστύχημα («τόν βρήκαν πολλές… … Dictionary of Greek
δυστυχίᾳ — δυστυχίαι , δυστυχία ill luck fem nom/voc pl δυστυχίᾱͅ , δυστυχία ill luck fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐν εὐτυχίᾳ φίλον εὑρεῖν εὐπορώτατον, ἐν δὲ δυστυχίᾳ πάντων ἀπορώτατον. — См. Кому счастье дружит, тому и люди … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δυστυχίας — δυστυχίᾱς , δυστυχία ill luck fem acc pl δυστυχίᾱς , δυστυχία ill luck fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχίαι — δυστυχία ill luck fem nom/voc pl δυστυχίᾱͅ , δυστυχία ill luck fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχίαν — δυστυχίᾱν , δυστυχία ill luck fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχιῶν — δυστυχία ill luck fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχίαιν — δυστυχία ill luck fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχίαις — δυστυχία ill luck fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)